- σκανδάλων
- σκάνδαλονneut gen plσκάνδαλοςmasc gen plσκανδαλόωimperf ind act 3rd pl (doric aeolic)σκανδαλόωimperf ind act 1st sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
σκανδαλοθηρία — η, Ν [σκανδαλοθήρας] το κυνήγι τών σκανδάλων, η επίμονη αναζήτηση σκανδάλων και η αποκάλυψή τους, η υπερβολική ενασχόληση με κάθε είδους σκάνδαλα, πραγματικά ή και φανταστικά, η μεγαλοποίηση και η κατά κόρον δημοσιοποίησή τους, ιδίως με τα μέσα… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Σέρινταν, Ρίτσαρντ Μπρίνσλεϋ Μπάτλερ — (Sheridan). Άγγλος θεατρικός συγγραφέας και πολιτικός (Δουβλίνο 1751 Λονδίνο 1816). Τα έργα του έχουν ρωμαλέα θεατρική συγκρότηση, συναρπαστικό διάλογο και γοργό ρυθμό και πλοκή. Τα πρόσωπα διαγράφονται τέλεια κι αν δεν έχουν όλα τα έργα του Σ.… … Dictionary of Greek
σκανδαλοθηρία — η δημιουργία σκανδάλων ή επιδίωξη αποκάλυψης σκανδάλων: Πολλές εφημερίδες ρέπουν προς τη σκανδαλοθηρία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζιζάνεμα — το [ζιζανεύω] η πράξη και το αποτέλεσμα τού ζιζανεύω*, η διασπορά ζιζανίων, διχονοιών, σκανδάλων … Dictionary of Greek
κιτρινισμός — ο η εντυπωσιακή, λ.χ. με πηχιαίους τίτλους, με πολύχρωμα σκίτσα και με πολλές φωτογραφίες, προβολή μακάβριων θεμάτων και ο σκόπιμα ωμός και προκλητικός τρόπος δημοσίευσης σκανδάλων, κυρίως σεξουαλικών, από ένα έντυπο, με σκοπό την προσέλκυση… … Dictionary of Greek
προσκοπτικός — ή, όν, Α [προσκόπτω] επιρρεπής ή επιτήδειος στη δημιουργία σκανδάλων … Dictionary of Greek
σκοπιμότητα — η, Ν [σκόπιμος] 1. η ιδιότητα τού σκοπίμου, το να είναι κάτι σκόπιμο, να συμβάλλει σε έναν σκοπό, να εξυπηρετεί έναν σκοπό, ιδίως απώτερο 2. το να γίνεται κάτι από πρόθεση, για ορισμένο σκοπό, σκόπιμα, με προμελέτη 3. η διάπραξη μη επιτρεπόμενης… … Dictionary of Greek
Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… … Dictionary of Greek